engreimiento - ορισμός. Τι είναι το engreimiento
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι engreimiento - ορισμός


engreimiento      
sust. masc.
Acción y efecto de engreír o engreírse.
engreimiento      
engreimiento
1 m. Acción de engreír[se]. Cualidad o estado de engreído.
2 (ant.) *Arreglo personal de una mujer.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για engreimiento
1. Después de haber pasado 10 años en prisión y a menos de 24 horas de haber recobrado su libertad, Raúl Salinas de Gortari se juzga y emite su sentencia÷ culpable, pero no de ordenar un asesinato, sino de haber pecado de engreimiento y de haber abusado del poder.
2. Aunque un tribunal dijo que Raúl Salinas de Gortari es inocente de haber ordenado el asesinato de su ex cuñado y compadre, José Francisco Ruiz Massieu, él se siente culpable, pero no de planear un homicidio, sino de haber pecado de engreimiento, de haber abusado del poder.
3. Notas Relacionadas Firmará cada lunes en juzgado Lo espera una corte de Francia No manejé dinero de la ‘partida secreta‘ Reabrirá PGR el caso de Ruiz Massieu Después de haber pasado 10 años en prisión y a menos de 24 horas de haber recobrado su libertad, Raúl Salinas de Gortari se juzga y emite su sentencia÷ culpable, pero no de ordenar un asesinato, sino de haber pecado de engreimiento y de haber abusado del poder.
Τι είναι engreimiento - ορισμός